εξπέρ

εξπέρ
ο
άκλ. (λ. γαλλ.), εμπειρογνώμονας, ειδικός σε κάτι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εμπειρογνώμονας — ο αυτός που λόγω της ειδικής πείρας και των γνώσεών του θεωρείται ότι έχει έγκυρη γνώμη σε ζήτημα της ειδικότητάς του, ο πραγματογνώμονας, ο ειδικός, ο εξπέρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”